ανιαρότητα

ανιαρότητα
η (κ. -ότης, -ότητος)
η ιδιότητα του ανιαρού, η ανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανιαρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεχηνώς — κεχηνώς, υῑα, ός (Α) 1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ») β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς… …   Dictionary of Greek

  • πληκτικότητα — η, Ν [πληκτικός] η ιδιότητα τού πληκτικού, το να είναι κανείς ή κάτι πληκτικό, ανιαρότητα, μονοτονία …   Dictionary of Greek

  • στέγνα — και στέγνια και στέγνη, η, Ν [στεγνός] 1. η ιδιότητα τού στεγνού, η απουσία υγρασίας 2. ανομβρία 3. μτφ. ξηρότητα, ανιαρότητα 4. μτφ. έλλειψη μέσων και χρημάτων …   Dictionary of Greek

  • ενοχλητικότητα — η το να είναι κάποιος ενοχλητικός, ανιαρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”